- απισχναίνω
- ἀπισχναίνω κ. ἀπισχνῶ (-όω) (Α)λεπταίνω, αδυνατίζω κάποιον ή κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απίσχνανση — Κατάσταση κατά την οποία παρατηρείται σημαντική ελάττωση ή και εξαφάνιση του λιπώδους ιστού του ατόμου· συνοδεύεται πάντα από σημαντική απώλεια βάρους. Η α. μπορεί να οφείλεται σε υποσιτισμό (τροφική α.), σε διαταραχές της πέψης και της… … Dictionary of Greek